- τρηματόεις
- τρημᾰτ-όεις, εσσα, εν,A porous, λίθος τ. pumice stone, AP6.62 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρηματόεις — εσσα, εν, Α ο γεμάτος τρύπες, διάτρητος («τρηματόεις λίθος» πορώδης λίθος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῆμα, ατος + κατάλ. όεις* (πρβλ. ἀστερ όεις)] … Dictionary of Greek
τρηματόεντα — τρηματόεις porous neut nom/voc/acc pl τρηματόεις porous masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)